Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


retoricaménte  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [retorikaˈmente]

ρητορικά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  retorica retorico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

retinico (επίθ.)
retinite (θηλ.ουσ)
retino (ουσ αρσ )
retore (ουσ αρσ )
retorica (θηλ.ουσ)
retoricamente (επίρ.)
retorico (ουσ αρσ )
retorico (επίθ.)
retoricume (ουσ αρσ )
retrarre (ρ. μτβ.)
retrattile (επίθ.)
retrattilità (θηλ.ουσ)
retribuire (ρ. μτβ.)
retributivo (επίθ.)
retributore (αρσ. επίθ και ουσ)
retribuzione (θηλ.ουσ)
retrivo (ουσ αρσ )
retrivo (επίθ.)
retro (ουσ αρσ )
retro (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---