Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


retribuzióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [retributˈtsjone]

1 ανταμοιβή
2 αποζημίωση
3 μισθός
4 αμοιβή
5 πληρωμή
6 αντιμισθία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  retributore retrivo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

retrattile (επίθ.)
retrattilità (θηλ.ουσ)
retribuire (ρ. μτβ.)
retributivo (επίθ.)
retributore (αρσ. επίθ και ουσ)
retribuzione (θηλ.ουσ)
retrivo (ουσ αρσ )
retrivo (επίθ.)
retro (ουσ αρσ )
retro (επίρ.)
retroattività (θηλ.ουσ)
retroattivo (επίθ.)
retroazione (θηλ.ουσ)
retrobocca (ουσ αρσ )
retrobottega (ουσ αρσ και θηλ.)
retrocamera (θηλ.ουσ)
retrocedere (ρ.αμτβ.)
retrocedere (ρ. μτβ.)
retrocessione (θηλ.ουσ)
retrocucina (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---