retrìvo
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [reˈtrivo]
1 συντηρητικός πολιτικά
2 αντιδραστικός άνθρωπος
retrìvo
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [reˈtrivo]
1 απροσάρμοστος
2 καθυστερημένος
3 οπισθοδρομικός
4 αρτηριοσκληρωτικός
5 ασυγχρόνιστος
6 αναχρονιστικός
7 απαρχαιωμένος
8 συντηρητικός
9 μεσαιωνικός
10 αντιδραστικός
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [reˈtrivo]
1 συντηρητικός πολιτικά
2 αντιδραστικός άνθρωπος
retrìvo
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [reˈtrivo]
1 απροσάρμοστος
2 καθυστερημένος
3 οπισθοδρομικός
4 αρτηριοσκληρωτικός
5 ασυγχρόνιστος
6 αναχρονιστικός
7 απαρχαιωμένος
8 συντηρητικός
9 μεσαιωνικός
10 αντιδραστικός
permalink
retrivo (ουσ αρσ )
retrivo (επίθ.)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android