Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


retrattilità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [retrattiliˈta]

δυνατότητα μαζέματος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  retrattile retribuire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

retorico (ουσ αρσ )
retorico (επίθ.)
retoricume (ουσ αρσ )
retrarre (ρ. μτβ.)
retrattile (επίθ.)
retrattilità (θηλ.ουσ)
retribuire (ρ. μτβ.)
retributivo (επίθ.)
retributore (αρσ. επίθ και ουσ)
retribuzione (θηλ.ουσ)
retrivo (ουσ αρσ )
retrivo (επίθ.)
retro (ουσ αρσ )
retro (επίρ.)
retroattività (θηλ.ουσ)
retroattivo (επίθ.)
retroazione (θηλ.ουσ)
retrobocca (ουσ αρσ )
retrobottega (ουσ αρσ και θηλ.)
retrocamera (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---