Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


retòrico  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [reˈtɔriko]

1 ρήτορας
2 ρήτωρ

retòrico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [reˈtɔriko]

ρητορικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  retoricamente retoricume  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


figura [θηλ.] retorica = το σχήμα λόγου


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

retinite (θηλ.ουσ)
retino (ουσ αρσ )
retore (ουσ αρσ )
retorica (θηλ.ουσ)
retoricamente (επίρ.)
retorico (ουσ αρσ )
retorico (επίθ.)
retoricume (ουσ αρσ )
retrarre (ρ. μτβ.)
retrattile (επίθ.)
retrattilità (θηλ.ουσ)
retribuire (ρ. μτβ.)
retributivo (επίθ.)
retributore (αρσ. επίθ και ουσ)
retribuzione (θηλ.ουσ)
retrivo (ουσ αρσ )
retrivo (επίθ.)
retro (ουσ αρσ )
retro (επίρ.)
retroattività (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---