Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


retrobottéga  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [retrobotˈtega]

πίσω μέρος μαγαζιού


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  retrobocca retrocamera  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

retro (επίρ.)
retroattività (θηλ.ουσ)
retroattivo (επίθ.)
retroazione (θηλ.ουσ)
retrobocca (ουσ αρσ )
retrobottega (ουσ αρσ και θηλ.)
retrocamera (θηλ.ουσ)
retrocedere (ρ.αμτβ.)
retrocedere (ρ. μτβ.)
retrocessione (θηλ.ουσ)
retrocucina (ουσ αρσ και θηλ.)
retrodatare (ρ. μτβ.)
retrodatato (επίθ.)
retrodatazione (θηλ.ουσ)
retroflessione (θηλ.ουσ)
retroflesso (επίθ.)
retrogradare (ρ.αμτβ.)
retrogradazione (θηλ.ουσ)
retrogrado (ουσ αρσ )
retrogrado (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---