Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


retroflessióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [retroflesˈsjone]

1 αναδίπλωση
2 κάμψη προς τα πίσω
3 επαναδίπλωση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  retrodatazione retroflesso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

retrocessione (θηλ.ουσ)
retrocucina (ουσ αρσ και θηλ.)
retrodatare (ρ. μτβ.)
retrodatato (επίθ.)
retrodatazione (θηλ.ουσ)
retroflessione (θηλ.ουσ)
retroflesso (επίθ.)
retrogradare (ρ.αμτβ.)
retrogradazione (θηλ.ουσ)
retrogrado (ουσ αρσ )
retrogrado (επίθ.)
retrogressione (θηλ.ουσ)
retroguardia (θηλ.ουσ)
retrogusto (ουσ αρσ )
retromarcia (θηλ.ουσ)
retromotore (ουσ αρσ )
retronebbia (ουσ αρσ )
retropalco (ουσ αρσ )
retrorazzo (ουσ αρσ )
retrorso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---