Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόretroflessióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [retroflesˈsjone] 1 αναδίπλωση 2 κάμψη προς τα πίσω 3 επαναδίπλωση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |