Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


retromàrcia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [retroˈmarʧa]

auto η οπίσθια ταχύτητα, η όπισθεν


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  retrogusto retromotore  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


αυτοκίνητο retromarcia [θηλ.] = auto η οπίσθια ταχύτητα


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

retrogrado (ουσ αρσ )
retrogrado (επίθ.)
retrogressione (θηλ.ουσ)
retroguardia (θηλ.ουσ)
retrogusto (ουσ αρσ )
retromarcia (θηλ.ουσ)
retromotore (ουσ αρσ )
retronebbia (ουσ αρσ )
retropalco (ουσ αρσ )
retrorazzo (ουσ αρσ )
retrorso (επίθ.)
retrosapore (ουσ αρσ )
retroscena (ουσ αρσ )
retroscena (θηλ.ουσ)
retroscritto (επίθ.)
retrospettiva (θηλ.ουσ)
retrospettivo (επίθ.)
retrospezione (θηλ.ουσ)
retrostante (επίθ.)
retrostanza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---