Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόretrospezióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [retrospetˈtsjone] 1 ανασκόπηση 2 επαναθεώρηση 3 συγκεφαλαίωση 4 αναδρομή 5 ανακεφαλαίωση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |