Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rettàngolo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [retˈtangolo]

το ορθογώνιο

rettàngolo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [retˈtangolo]

ορθογώνιος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rettangolare rettifica  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

retta (θηλ.ουσ)
rettale (επίθ.)
rettalgia (θηλ.ουσ)
rettamente (επίρ.)
rettangolare (επίθ.)
rettangolo (ουσ αρσ )
rettangolo (επίθ.)
rettifica (θηλ.ουσ)
rettificabile (επίθ.)
rettificare (ρ. μτβ.)
rettificato (επίθ.)
rettificatore (αρσ. επίθ και ουσ)
rettificatrice (θηλ.ουσ)
rettificazione (θηλ.ουσ)
rettifilo (ουσ αρσ )
rettile (ουσ αρσ )
rettile (επίθ.)
rettilineo (ουσ αρσ )
rettilineo (επίθ.)
rettite (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---