Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rettificàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [rettifiˈkare]

1 ισιώνω
2 αποκαθιστώ
3 ομαλίζω
4 βελτιώνω
5 ρυθμίζω
6 κάνω ρεκτιφιέ
7 διορθώνω
8 επανορθώνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rettificabile rettificato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rettangolare (επίθ.)
rettangolo (ουσ αρσ )
rettangolo (επίθ.)
rettifica (θηλ.ουσ)
rettificabile (επίθ.)
rettificare (ρ. μτβ.)
rettificato (επίθ.)
rettificatore (αρσ. επίθ και ουσ)
rettificatrice (θηλ.ουσ)
rettificazione (θηλ.ουσ)
rettifilo (ουσ αρσ )
rettile (ουσ αρσ )
rettile (επίθ.)
rettilineo (ουσ αρσ )
rettilineo (επίθ.)
rettite (θηλ.ουσ)
rettitudine (θηλ.ουσ)
retto (ουσ αρσ )
retto (επίθ.)
rettocele (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---