ItalianoGreco


rètto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈrɛtto]

1 δεξιά σελίδα
2 φύλλο που διαβάζεται πρώτο
3 ορθή γωνία
4 απευθυσμένο
5 ορθό έντερο

rètto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈrɛtto]

ορθός (-ή, -ό)


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---