Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rettocèle  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [rettoˈʧɛle]

ορθοκήλη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  retto rettorale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rettilineo (επίθ.)
rettite (θηλ.ουσ)
rettitudine (θηλ.ουσ)
retto (ουσ αρσ )
retto (επίθ.)
rettocele (ουσ αρσ )
rettorale (θηλ. επίθ και ουσ)
rettorato (ουσ αρσ )
rettore (αρσ. επίθ και ουσ)
rettoressa (θηλ.ουσ)
rettoria (θηλ.ουσ)
rettoscopia (θηλ.ουσ)
rettoscopio (ουσ αρσ )
reuma (ουσ αρσ )
reumatico (αρσ. επίθ και ουσ)
reumatismo (ουσ αρσ )
reumatizzare (ρ. μτβ.)
reumatizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
reumatizzato (επίθ.)
reumatologia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---