Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


reumatologìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [rewmatoloˈʤia]

ρευματολογία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  reumatizzato reumatologo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

reumatico (αρσ. επίθ και ουσ)
reumatismo (ουσ αρσ )
reumatizzare (ρ. μτβ.)
reumatizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
reumatizzato (επίθ.)
reumatologia (θηλ.ουσ)
reumatologo (ουσ αρσ )
revanscismo (ουσ αρσ )
revanscista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
revanscistico (επίθ.)
reverendo (ουσ αρσ )
reverendo (επίθ.)
reverenziale (επίθ.)
revers (ουσ αρσ )
reversale (θηλ. επίθ και ουσ)
reversibile (επίθ.)
reversibilità (θηλ.ουσ)
reversione (θηλ.ουσ)
revisionare (ρ. μτβ.)
revisione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---