Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόreumatizzàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [rewmatidˈdzare] προκαλώ ρευματισμούς reumatizzarsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [rewmatidˈdzarsi] έχω ρευματισμούς permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |