Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


revisionàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [revizjoˈnare]

1 εξετάζω για επαλήθευση
2 ελέγχω
3 επαληθεύω
4 κάνω γενική επισκευή
5 επισκευάζω
6 διορθώνω
7 αναθεωρώ
8 επαναλαμβάνω
9 εξελέγχω
10 επανεξετάζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  reversione revisione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

revers (ουσ αρσ )
reversale (θηλ. επίθ και ουσ)
reversibile (επίθ.)
reversibilità (θηλ.ουσ)
reversione (θηλ.ουσ)
revisionare (ρ. μτβ.)
revisione (θηλ.ουσ)
revisionismo (ουσ αρσ )
revisionista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
revisionistico (επίθ.)
revisore (ουσ αρσ )
revivalismo (ουσ αρσ )
revivalista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
revivalistico (επίθ.)
reviviscente (επίθ.)
reviviscenza (θηλ.ουσ)
revoca (θηλ.ουσ)
revocabile (επίθ.)
revocabilità (θηλ.ουσ)
revocare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---