ItalianoGreco


revisionàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [revizjoˈnare]

1 εξετάζω για επαλήθευση
2 ελέγχω
3 επαληθεύω
4 κάνω γενική επισκευή
5 επισκευάζω
6 διορθώνω
7 αναθεωρώ
8 επαναλαμβάνω
9 εξελέγχω
10 επανεξετάζω


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---