Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


reviviscènte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [reviviʃˈʃɛnte]

αναγεννητικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  revivalistico reviviscenza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

revisionistico (επίθ.)
revisore (ουσ αρσ )
revivalismo (ουσ αρσ )
revivalista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
revivalistico (επίθ.)
reviviscente (επίθ.)
reviviscenza (θηλ.ουσ)
revoca (θηλ.ουσ)
revocabile (επίθ.)
revocabilità (θηλ.ουσ)
revocare (ρ. μτβ.)
revocativo (επίθ.)
revocatorio (επίθ.)
revoluto (επίθ.)
revolver (ουσ αρσ )
revolverata (θηλ.ουσ)
revulsione (θηλ.ουσ)
revulsivo (επίθ.)
rezzo (ουσ αρσ )
ri– (πρθμ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---