Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


revisóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [reviˈzore]

1 ελεγκτής
2 ορκωτός λογιστής
3 διορθωτής
4 εκτελών έλεγχο βιβλίων


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  revisionistico revivalismo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

revisionare (ρ. μτβ.)
revisione (θηλ.ουσ)
revisionismo (ουσ αρσ )
revisionista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
revisionistico (επίθ.)
revisore (ουσ αρσ )
revivalismo (ουσ αρσ )
revivalista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
revivalistico (επίθ.)
reviviscente (επίθ.)
reviviscenza (θηλ.ουσ)
revoca (θηλ.ουσ)
revocabile (επίθ.)
revocabilità (θηλ.ουσ)
revocare (ρ. μτβ.)
revocativo (επίθ.)
revocatorio (επίθ.)
revoluto (επίθ.)
revolver (ουσ αρσ )
revolverata (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---