Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrevisóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [reviˈzore] 1 ελεγκτής 2 ορκωτός λογιστής 3 διορθωτής 4 εκτελών έλεγχο βιβλίων permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |