Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrevisionìsmo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [revizjoˈnizmo] 1 αναθεωρητισμός 2 ρεβιζιονισμός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |