Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


revisionìsta  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [revizjoˈnista]

1 αναθεωρητής
2 ρεβιζιονιστής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  revisionismo revisionistico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

reversibilità (θηλ.ουσ)
reversione (θηλ.ουσ)
revisionare (ρ. μτβ.)
revisione (θηλ.ουσ)
revisionismo (ουσ αρσ )
revisionista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
revisionistico (επίθ.)
revisore (ουσ αρσ )
revivalismo (ουσ αρσ )
revivalista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
revivalistico (επίθ.)
reviviscente (επίθ.)
reviviscenza (θηλ.ουσ)
revoca (θηλ.ουσ)
revocabile (επίθ.)
revocabilità (θηλ.ουσ)
revocare (ρ. μτβ.)
revocativo (επίθ.)
revocatorio (επίθ.)
revoluto (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---