Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


revocatìvo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [revokaˈtivo]

1 ανακλητήριος
2 ανακλητικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  revocare revocatorio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

reviviscenza (θηλ.ουσ)
revoca (θηλ.ουσ)
revocabile (επίθ.)
revocabilità (θηλ.ουσ)
revocare (ρ. μτβ.)
revocativo (επίθ.)
revocatorio (επίθ.)
revoluto (επίθ.)
revolver (ουσ αρσ )
revolverata (θηλ.ουσ)
revulsione (θηλ.ουσ)
revulsivo (επίθ.)
rezzo (ουσ αρσ )
ri– (πρθμ.)
ria (θηλ.ουσ)
riabbaiare (ρ.αμτβ.)
riabbandonare (ρ. μτβ.)
riabbandonarsi (ρ.μ. (αντων.))
riabbassare (ρ. μτβ.)
riabbassarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---