Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


riabbaiàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [riabbaˈjare]

γαβγίζω ξανά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ria riabbandonare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

revulsione (θηλ.ουσ)
revulsivo (επίθ.)
rezzo (ουσ αρσ )
ri– (πρθμ.)
ria (θηλ.ουσ)
riabbaiare (ρ.αμτβ.)
riabbandonare (ρ. μτβ.)
riabbandonarsi (ρ.μ. (αντων.))
riabbassare (ρ. μτβ.)
riabbassarsi (ρ.μ. (αντων.))
riabbattere (ρ. μτβ.)
riabbellire (ρ. μτβ.)
riabbellirsi (ρ.μ. (αντων.))
riabbottonare (ρ. μτβ.)
riabbottonarsi (ρ.μ. (αντων.))
riabbracciare (ρ. μτβ.)
riabbracciarsi (ρ.μ. (αντων.))
riabilitare (ρ. μτβ.)
riabilitarsi (ρ.μ. (αντων.))
riabilitazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---