Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


riabbassàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [riabbasˈsare]

1 κατεβάζω ξανά
2 μειώνω ξανά

riabbassarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [riabbasˈsarsi]

ταπεινώνομαι εκ νέου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  riabbandonarsi riabbattere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ri– (πρθμ.)
ria (θηλ.ουσ)
riabbaiare (ρ.αμτβ.)
riabbandonare (ρ. μτβ.)
riabbandonarsi (ρ.μ. (αντων.))
riabbassare (ρ. μτβ.)
riabbassarsi (ρ.μ. (αντων.))
riabbattere (ρ. μτβ.)
riabbellire (ρ. μτβ.)
riabbellirsi (ρ.μ. (αντων.))
riabbottonare (ρ. μτβ.)
riabbottonarsi (ρ.μ. (αντων.))
riabbracciare (ρ. μτβ.)
riabbracciarsi (ρ.μ. (αντων.))
riabilitare (ρ. μτβ.)
riabilitarsi (ρ.μ. (αντων.))
riabilitazione (θηλ.ουσ)
riabituare (ρ. μτβ.)
riabituarsi (ρ.μ. (αντων.))
riaccalappiare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---