Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


riabbottonàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [riabbottoˈnare]

ξανακουμπώνω

riabbottonarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [riabbottoˈnarsi]

Ξανακουμπώνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  riabbellirsi riabbracciare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

riabbassare (ρ. μτβ.)
riabbassarsi (ρ.μ. (αντων.))
riabbattere (ρ. μτβ.)
riabbellire (ρ. μτβ.)
riabbellirsi (ρ.μ. (αντων.))
riabbottonare (ρ. μτβ.)
riabbottonarsi (ρ.μ. (αντων.))
riabbracciare (ρ. μτβ.)
riabbracciarsi (ρ.μ. (αντων.))
riabilitare (ρ. μτβ.)
riabilitarsi (ρ.μ. (αντων.))
riabilitazione (θηλ.ουσ)
riabituare (ρ. μτβ.)
riabituarsi (ρ.μ. (αντων.))
riaccalappiare (ρ. μτβ.)
riaccasare (ρ. μτβ.)
riaccasarsi (ρ.μ. (αντων.))
riaccendere (ρ. μτβ.)
riaccendersi (ρ.μ. (αντων.))
riaccennare (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---