Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


riaccèndere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [riatˈʧɛndere]

1 αναπυρώνω
2 φουντώνω
3 αναρριπίζω
4 αναθερμαίνω
5 ανάβω πάλι
6 αναζωογονώ
7 αναζωπυρώνω

riaccendersi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [riatˈʧɛndersi]

1 αναζωπυρώνομαι
2 ξαναπιάνω φωτιά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  riaccasarsi riaccennare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

riabituare (ρ. μτβ.)
riabituarsi (ρ.μ. (αντων.))
riaccalappiare (ρ. μτβ.)
riaccasare (ρ. μτβ.)
riaccasarsi (ρ.μ. (αντων.))
riaccendere (ρ. μτβ.)
riaccendersi (ρ.μ. (αντων.))
riaccennare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
riaccensione (θηλ.ουσ)
riaccettare (ρ. μτβ.)
riacchiappare (ρ. μτβ.)
riacciuffare (ρ. μτβ.)
riaccogliere (ρ. μτβ.)
riaccomodare (ρ. μτβ.)
riaccomodarsi (ρ.μ. (αντων.))
riaccompagnare (ρ. μτβ.)
riaccompagnarsi (ρ.μ. (αντων.))
riaccoppiamento (ουσ αρσ )
riaccordare (ρ. μτβ.)
riaccordarsi (ρ. μ. αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---