Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


riaccompagnàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [riakkompaɲˈɲare]

1 συνοδεύω σε βόλτα
2 συνοδεύω πάλι

riaccompagnarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [riakkompaɲˈɲarsi]

ξανακάνω παρέα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  riaccomodarsi riaccoppiamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

riacchiappare (ρ. μτβ.)
riacciuffare (ρ. μτβ.)
riaccogliere (ρ. μτβ.)
riaccomodare (ρ. μτβ.)
riaccomodarsi (ρ.μ. (αντων.))
riaccompagnare (ρ. μτβ.)
riaccompagnarsi (ρ.μ. (αντων.))
riaccoppiamento (ουσ αρσ )
riaccordare (ρ. μτβ.)
riaccordarsi (ρ. μ. αμτβ.)
riaccostare (ρ. μτβ.)
riaccostarsi (ρ.μ. (αντων.))
riaccreditare (ρ. μτβ.)
riaccreditarsi (ρ.μ. (αντων.))
riacquistabile (επίθ.)
riacquistare (ρ. μτβ.)
riacquisto (ουσ αρσ )
riacutizzare (ρ. μτβ.)
riacutizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
riacutizzazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---