Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


riaccostàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [riakkosˈtare]

πλησιάζω πάλι

riaccostarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [riakkosˈtarsi]

πλησιάζω πάλι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  riaccordarsi riaccreditare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

riaccompagnare (ρ. μτβ.)
riaccompagnarsi (ρ.μ. (αντων.))
riaccoppiamento (ουσ αρσ )
riaccordare (ρ. μτβ.)
riaccordarsi (ρ. μ. αμτβ.)
riaccostare (ρ. μτβ.)
riaccostarsi (ρ.μ. (αντων.))
riaccreditare (ρ. μτβ.)
riaccreditarsi (ρ.μ. (αντων.))
riacquistabile (επίθ.)
riacquistare (ρ. μτβ.)
riacquisto (ουσ αρσ )
riacutizzare (ρ. μτβ.)
riacutizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
riacutizzazione (θηλ.ουσ)
riadattamento (ουσ αρσ )
riadattare (ρ. μτβ.)
riadattarsi (ρ.μ. (αντων.))
riaddormentare (ρ. μτβ.)
riaddormentarsi (ρ. μ. αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---