Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


riacquistàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [riakkwisˈtare]

1 αγοράζω ξανά
2 ξαναβρίσκω
3 ανακτώ
4 ξανακερδίζω
5 επανακτώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  riacquistabile riacquisto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

riaccostare (ρ. μτβ.)
riaccostarsi (ρ.μ. (αντων.))
riaccreditare (ρ. μτβ.)
riaccreditarsi (ρ.μ. (αντων.))
riacquistabile (επίθ.)
riacquistare (ρ. μτβ.)
riacquisto (ουσ αρσ )
riacutizzare (ρ. μτβ.)
riacutizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
riacutizzazione (θηλ.ουσ)
riadattamento (ουσ αρσ )
riadattare (ρ. μτβ.)
riadattarsi (ρ.μ. (αντων.))
riaddormentare (ρ. μτβ.)
riaddormentarsi (ρ. μ. αμτβ.)
riadoperare (ρ. μτβ.)
riaffacciare (ρ. μτβ.)
riaffacciarsi (ρ.μ. (αντων.))
riaffermare (ρ. μτβ.)
riaffermarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---