Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


riadattàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [riadatˈtare]

1 αναπροσαρμόζω
2 προσαρμόζω σε νέες συνθήκες

riadattarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [riadatˈtarsi]

1 αναπροσαρμόζομαι
2 προσαρμόζομαι σε νέες συνθήκες


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  riadattamento riaddormentare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

riacquisto (ουσ αρσ )
riacutizzare (ρ. μτβ.)
riacutizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
riacutizzazione (θηλ.ουσ)
riadattamento (ουσ αρσ )
riadattare (ρ. μτβ.)
riadattarsi (ρ.μ. (αντων.))
riaddormentare (ρ. μτβ.)
riaddormentarsi (ρ. μ. αμτβ.)
riadoperare (ρ. μτβ.)
riaffacciare (ρ. μτβ.)
riaffacciarsi (ρ.μ. (αντων.))
riaffermare (ρ. μτβ.)
riaffermarsi (ρ.μ. (αντων.))
riafferrare (ρ. μτβ.)
riafferrarsi (ρ.μ. (αντων.))
riaffezionare (ρ. μτβ.)
riaffezionarsi (ρ.μ. (αντων.))
riaffibbiare (ρ. μτβ.)
riaffilare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---