Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόriaffezionàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [riaffettsjoˈnare] κάνω κάποιον να συμπαθήσει κάποιον ή κάτι ξανά riaffezionarsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [riaffettsjoˈnarsi] συμπαθώ κάποιον ξανά permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |