ItalianoGreco


riagganciàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [riagganˈʧare]

telefonia κλείνω το τηλέφωνο

riagganciarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [riagganˈʧarsi]

1 πλησιάζω προς
2 συνδέομαι
3 χρησιμοποιώ σαν πηγή τροφοδοσίας


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---