Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


riagganciàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [riagganˈʧare]

telefonia κλείνω το τηλέφωνο

riagganciarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [riagganˈʧarsi]

1 πλησιάζω προς
2 συνδέομαι
3 χρησιμοποιώ σαν πηγή τροφοδοσίας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  riaffrontare riaggiogare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

riaffezionarsi (ρ.μ. (αντων.))
riaffibbiare (ρ. μτβ.)
riaffilare (ρ. μτβ.)
riaffittare (ρ. μτβ.)
riaffrontare (ρ. μτβ.)
riagganciare (ρ.αμτβ.)
riagganciarsi (ρ.μ. (αντων.))
riaggiogare (ρ. μτβ.)
riaggiustare (ρ. μτβ.)
riaggravare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
riaggravarsi (ρ.μ. (αντων.))
riaggregare (ρ. μτβ.)
riaggregarsi (ρ.μ. (αντων.))
riaggregazione (θηλ.ουσ)
riagguantare (ρ. μτβ.)
riallacciare (ρ. μτβ.)
riallacciarsi (ρ.μ. (αντων.))
riallargare (ρ. μτβ.)
riallargarsi (ρ.μ. (αντων.))
riallentare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---