Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόriallacciàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [riallatˈʧare] 1 ανανεώνω 2 συνδέω ξανά 3 συνεχίζω από σημείο διακοπής 4 επανασυνδέω 5 στερεώνω εκ νέου 6 δένω ξανά riallacciarsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [riallatˈʧarsi] συνδέομαι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |