Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrialzaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [rialtsaˈmento] 1 έξαρμα 2 ψηλωσιά 3 αύξηση 4 ψήλωμα 5 εκ νέου ύψωμα 6 ανέγερση 7 ύψωμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |