Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rialzìsta  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [rialˈtsista]

αγοράζων μετοχές με ελπίδα ανόδου

rialzìsta  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [rialˈtsista]

με προοπτική ανόδου (για αγορά χρηματιστηριακή)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rialzato rialzo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rialzabile (επίθ.)
rialzamento (ουσ αρσ )
rialzare (ρ. μτβ.)
rialzarsi (ρ.μ. (αντων.))
rialzato (επίθ.)
rialzista (ουσ αρσ )
rialzista (επίθ.)
rialzo (ουσ αρσ )
riamare (ρ. μτβ.)
riambientarsi (ρ. μ. αμτβ.)
riamicare (ρ. μτβ.)
riamicarsi (ρ.μ. (αντων.))
riammalare (ρ.αμτβ.)
riammalarsi (ρ. μ. αμτβ.)
riammattonare (ρ. μτβ.)
riammettere (ρ. μτβ.)
riammirare (ρ. μτβ.)
riammissibile (επίθ.)
riammissione (θηλ.ουσ)
riammobiliare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---