Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrialzìsta
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [rialˈtsista] αγοράζων μετοχές με ελπίδα ανόδου rialzìsta επίθετο Προσφορά I.P.A.: [rialˈtsista] με προοπτική ανόδου (για αγορά χρηματιστηριακή) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |