Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


riammobiliàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [riammobiˈljare]

1 προμηθεύω ξανά
2 παρέχω εκ νέου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  riammissione riammogliarsi  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

riammattonare (ρ. μτβ.)
riammettere (ρ. μτβ.)
riammirare (ρ. μτβ.)
riammissibile (επίθ.)
riammissione (θηλ.ουσ)
riammobiliare (ρ. μτβ.)
riammogliarsi (ρ. μ. αμτβ.)
riammonire (ρ. μτβ.)
riandare (ρ.αμτβ.)
riandare (ρ. μτβ.)
rianimare (ρ. μτβ.)
rianimarsi (ρ.μ. (αντων.))
rianimazione (θηλ.ουσ)
riannacquare (ρ. μτβ.)
riannaffiare (ρ. μτβ.)
riannebbiare (ρ. μτβ.)
riannebbiarsi (ρ. μ. αμτβ.)
riannessione (θηλ.ουσ)
riannettere (ρ. μτβ.)
riannodare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---