Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rianimazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [rianimatˈtsjone]

η αναζοωγόνηση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rianimarsi riannacquare  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


reparto [αρσ.] rianimazione = το τμήμα ανάνηψης


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

riammonire (ρ. μτβ.)
riandare (ρ.αμτβ.)
riandare (ρ. μτβ.)
rianimare (ρ. μτβ.)
rianimarsi (ρ.μ. (αντων.))
rianimazione (θηλ.ουσ)
riannacquare (ρ. μτβ.)
riannaffiare (ρ. μτβ.)
riannebbiare (ρ. μτβ.)
riannebbiarsi (ρ. μ. αμτβ.)
riannessione (θηλ.ουσ)
riannettere (ρ. μτβ.)
riannodare (ρ. μτβ.)
riannuvolare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
riannuvolarsi (ρ. μ. αμτβ.)
riapertura (θηλ.ουσ)
riappaltare (ρ. μτβ.)
riappaltatore (αρσ. επίθ και ουσ)
riappalto (ουσ αρσ )
riapparecchiare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---