Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


riandàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [rianˈdare]

ξαναπάω

riandàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [rianˈdare]

1 ανακαλώ στη μνήμη μου
2 επαναφέρω στη μνήμη μου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  riammonire rianimare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

riammissibile (επίθ.)
riammissione (θηλ.ουσ)
riammobiliare (ρ. μτβ.)
riammogliarsi (ρ. μ. αμτβ.)
riammonire (ρ. μτβ.)
riandare (ρ.αμτβ.)
riandare (ρ. μτβ.)
rianimare (ρ. μτβ.)
rianimarsi (ρ.μ. (αντων.))
rianimazione (θηλ.ουσ)
riannacquare (ρ. μτβ.)
riannaffiare (ρ. μτβ.)
riannebbiare (ρ. μτβ.)
riannebbiarsi (ρ. μ. αμτβ.)
riannessione (θηλ.ουσ)
riannettere (ρ. μτβ.)
riannodare (ρ. μτβ.)
riannuvolare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
riannuvolarsi (ρ. μ. αμτβ.)
riapertura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---