Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


riannuvolàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [riannuvoˈlare]

συννεφιάζω ξανά

riannuvolàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [riannuvoˈlarsi]

συννεφιάζω ξανά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  riannodare riapertura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

riannebbiare (ρ. μτβ.)
riannebbiarsi (ρ. μ. αμτβ.)
riannessione (θηλ.ουσ)
riannettere (ρ. μτβ.)
riannodare (ρ. μτβ.)
riannuvolare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
riannuvolarsi (ρ. μ. αμτβ.)
riapertura (θηλ.ουσ)
riappaltare (ρ. μτβ.)
riappaltatore (αρσ. επίθ και ουσ)
riappalto (ουσ αρσ )
riapparecchiare (ρ. μτβ.)
riapparire (ρ.αμτβ.)
riapparizione (θηλ.ουσ)
riappendere (ρ. μτβ.)
riappiccicare (ρ. μτβ.)
riappiccicarsi (ρ.μ. (αντων.))
riappisolarsi (ρ. μ. αμτβ.)
riapplaudire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
riapplicare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---