Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


riappiccicàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [riappitʧiˈkare]

1 κολλώ εκ νέου
2 συνδέω ξανά
3 ενώνω ξανά

riappiccicarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [riappitʧiˈkarsi]

1 κολλώ εκ νέου
2 συνδέομαι ξανά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  riappendere riappisolarsi  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

riappalto (ουσ αρσ )
riapparecchiare (ρ. μτβ.)
riapparire (ρ.αμτβ.)
riapparizione (θηλ.ουσ)
riappendere (ρ. μτβ.)
riappiccicare (ρ. μτβ.)
riappiccicarsi (ρ.μ. (αντων.))
riappisolarsi (ρ. μ. αμτβ.)
riapplaudire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
riapplicare (ρ. μτβ.)
riapplicarsi (ρ.μ. (αντων.))
riapprendere (ρ. μτβ.)
riappressare (ρ. μτβ.)
riappressarsi (ρ.μ. (αντων.))
riapprovare (ρ. μτβ.)
riaprire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
riaprirsi (ρ.μ. (αντων.))
riardere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
riarginare (ρ. μτβ.)
riarmamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---