Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


riaprìre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [riaˈprire]

ξανανοίγω

riaprirsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [riaˈprirsi]

1 ξανανοίγω
2 ανοίγω ξανά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  riapprovare riardere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

riapplicarsi (ρ.μ. (αντων.))
riapprendere (ρ. μτβ.)
riappressare (ρ. μτβ.)
riappressarsi (ρ.μ. (αντων.))
riapprovare (ρ. μτβ.)
riaprire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
riaprirsi (ρ.μ. (αντων.))
riardere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
riarginare (ρ. μτβ.)
riarmamento (ουσ αρσ )
riarmare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
riarmarsi (ρ.μ. (αντων.))
riarmatura (θηλ.ουσ)
riarmo (ουσ αρσ )
riarso (επίθ.)
riasciugare (ρ. μτβ.)
riasciugarsi (ρ.μ. (αντων.))
riasfaltare (ρ. μτβ.)
riassaggiare (ρ. μτβ.)
riassalire (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---