Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόriaprìre
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [riaˈprire] ξανανοίγω riaprirsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [riaˈprirsi] 1 ξανανοίγω 2 ανοίγω ξανά permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |