Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


riasciugàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [riaʃʃuˈgare]

αποξεραίνω

riasciugarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [riaʃʃuˈgarsi]

αποξεραίνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  riarso riasfaltare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

riarmare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
riarmarsi (ρ.μ. (αντων.))
riarmatura (θηλ.ουσ)
riarmo (ουσ αρσ )
riarso (επίθ.)
riasciugare (ρ. μτβ.)
riasciugarsi (ρ.μ. (αντων.))
riasfaltare (ρ. μτβ.)
riassaggiare (ρ. μτβ.)
riassalire (ρ. μτβ.)
riassaltare (ρ. μτβ.)
riassaporare (ρ. μτβ.)
riassediare (ρ. μτβ.)
riassegnare (ρ. μτβ.)
riassestamento (ουσ αρσ )
riassestare (ρ. μτβ.)
riassestarsi (ρ.μ. (αντων.))
riassettare (ρ. μτβ.)
riassettarsi (ρ. μ. αμτβ.)
riassetto (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---