Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


riarmàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [riarˈmare]

1 επανεξαρτίζω πλοίο
2 ετοιμάζω πλοίο ξανά
3 επανεξοπλίζω

riarmarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [riarˈmarsi]

επανεξοπλίζομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  riarmamento riarmatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

riaprire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
riaprirsi (ρ.μ. (αντων.))
riardere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
riarginare (ρ. μτβ.)
riarmamento (ουσ αρσ )
riarmare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
riarmarsi (ρ.μ. (αντων.))
riarmatura (θηλ.ουσ)
riarmo (ουσ αρσ )
riarso (επίθ.)
riasciugare (ρ. μτβ.)
riasciugarsi (ρ.μ. (αντων.))
riasfaltare (ρ. μτβ.)
riassaggiare (ρ. μτβ.)
riassalire (ρ. μτβ.)
riassaltare (ρ. μτβ.)
riassaporare (ρ. μτβ.)
riassediare (ρ. μτβ.)
riassegnare (ρ. μτβ.)
riassestamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---