Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


riàrdere  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [riˈardere]

1 αποτεφρώνω
2 καίω ολοσχερώς
3 καίω ξανά
4 ξανακαίω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  riaprirsi riarginare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

riappressare (ρ. μτβ.)
riappressarsi (ρ.μ. (αντων.))
riapprovare (ρ. μτβ.)
riaprire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
riaprirsi (ρ.μ. (αντων.))
riardere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
riarginare (ρ. μτβ.)
riarmamento (ουσ αρσ )
riarmare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
riarmarsi (ρ.μ. (αντων.))
riarmatura (θηλ.ουσ)
riarmo (ουσ αρσ )
riarso (επίθ.)
riasciugare (ρ. μτβ.)
riasciugarsi (ρ.μ. (αντων.))
riasfaltare (ρ. μτβ.)
riassaggiare (ρ. μτβ.)
riassalire (ρ. μτβ.)
riassaltare (ρ. μτβ.)
riassaporare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---