Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


riarmaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [riarmaˈmento]

1 επανεξάρτιση πλοίου
2 επανεξοπλισμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  riarginare riarmare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

riapprovare (ρ. μτβ.)
riaprire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
riaprirsi (ρ.μ. (αντων.))
riardere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
riarginare (ρ. μτβ.)
riarmamento (ουσ αρσ )
riarmare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
riarmarsi (ρ.μ. (αντων.))
riarmatura (θηλ.ουσ)
riarmo (ουσ αρσ )
riarso (επίθ.)
riasciugare (ρ. μτβ.)
riasciugarsi (ρ.μ. (αντων.))
riasfaltare (ρ. μτβ.)
riassaggiare (ρ. μτβ.)
riassalire (ρ. μτβ.)
riassaltare (ρ. μτβ.)
riassaporare (ρ. μτβ.)
riassediare (ρ. μτβ.)
riassegnare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---