Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


riassaporàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [riassapoˈrare]

1 γεύομαι ξανά
2 απολαμβάνω ξανά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  riassaltare riassediare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

riasciugarsi (ρ.μ. (αντων.))
riasfaltare (ρ. μτβ.)
riassaggiare (ρ. μτβ.)
riassalire (ρ. μτβ.)
riassaltare (ρ. μτβ.)
riassaporare (ρ. μτβ.)
riassediare (ρ. μτβ.)
riassegnare (ρ. μτβ.)
riassestamento (ουσ αρσ )
riassestare (ρ. μτβ.)
riassestarsi (ρ.μ. (αντων.))
riassettare (ρ. μτβ.)
riassettarsi (ρ. μ. αμτβ.)
riassetto (ουσ αρσ )
riassicurare (ρ. μτβ.)
riassicurarsi (ρ.μ. (αντων.))
riassicuratore (αρσ. επίθ και ουσ)
riassicurazione (θηλ.ουσ)
riassociare (ρ. μτβ.)
riassociarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---