ItalianoGreco


riassociàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [riassoˈʧare]

1 συνδέω ξανά
2 συναναστρέφομαι ξανά

riassociarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [riassoˈʧarsi]

1 σχετίζομαι ξανά
2 επανασυνδέομαι
3 συναναστρέφομαι ξανά
4 ξαναγίνομαι μέλος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---