Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


riassociàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [riassoˈʧare]

1 συνδέω ξανά
2 συναναστρέφομαι ξανά

riassociarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [riassoˈʧarsi]

1 σχετίζομαι ξανά
2 επανασυνδέομαι
3 συναναστρέφομαι ξανά
4 ξαναγίνομαι μέλος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  riassicurazione riassoggettare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

riassetto (ουσ αρσ )
riassicurare (ρ. μτβ.)
riassicurarsi (ρ.μ. (αντων.))
riassicuratore (αρσ. επίθ και ουσ)
riassicurazione (θηλ.ουσ)
riassociare (ρ. μτβ.)
riassociarsi (ρ.μ. (αντων.))
riassoggettare (ρ. μτβ.)
riassoggettarsi (ρ.μ. (αντων.))
riassopire (ρ. μτβ.)
riassopirsi (ρ. μ. αμτβ.)
riassorbimento (ουσ αρσ )
riassorbire (ρ. μτβ.)
riassorbirsi (ρ.μ. (αντων.))
riassumere (ρ. μτβ.)
riassumibile (επίθ.)
riassuntivo (επίθ.)
riassunto (ουσ αρσ )
riassunzione (θηλ.ουσ)
riattaccare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---