Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


riattaccàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [riattakˈkare]

telefonia κλείνω το τηλέφωνο

riattaccarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [riattakˈkarsi]

1 ξαναγαντζώνομαι
2 ξανασυνδέομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  riassunzione riattamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

riassumere (ρ. μτβ.)
riassumibile (επίθ.)
riassuntivo (επίθ.)
riassunto (ουσ αρσ )
riassunzione (θηλ.ουσ)
riattaccare (ρ. μτβ.)
riattaccarsi (ρ.μ. (αντων.))
riattamento (ουσ αρσ )
riattare (ρ. μτβ.)
riatterrare (ρ.αμτβ.)
riatterrare (ρ. μτβ.)
riattivare (ρ. μτβ.)
riattivazione (θηλ.ουσ)
riattizzare (ρ. μτβ.)
riattraversare (ρ. μτβ.)
riavere (ρ. μτβ.)
riaversi (ρ.μ. (αντων.))
riavvampare (ρ.αμτβ.)
riavvertire (ρ. μτβ.)
riavvezzare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---