Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


riattaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [riattaˈmento]

1 μαστόρεμα
2 ρεκτιφιέ
3 επιδιόρθωση
4 επισκευή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  riattaccarsi riattare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

riassuntivo (επίθ.)
riassunto (ουσ αρσ )
riassunzione (θηλ.ουσ)
riattaccare (ρ. μτβ.)
riattaccarsi (ρ.μ. (αντων.))
riattamento (ουσ αρσ )
riattare (ρ. μτβ.)
riatterrare (ρ.αμτβ.)
riatterrare (ρ. μτβ.)
riattivare (ρ. μτβ.)
riattivazione (θηλ.ουσ)
riattizzare (ρ. μτβ.)
riattraversare (ρ. μτβ.)
riavere (ρ. μτβ.)
riaversi (ρ.μ. (αντων.))
riavvampare (ρ.αμτβ.)
riavvertire (ρ. μτβ.)
riavvezzare (ρ. μτβ.)
riavvezzarsi (ρ. μ. αμτβ.)
riavvicinamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---