Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


riavvezzàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [riavvetˈtsare]

1 εξοικειώνω εκ νέου
2 συνηθίζω ξανά

riavvezzàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [riavvetˈtsarsi]

εξοικειώνομαι πάλι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  riavvertire riavvicinamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

riattraversare (ρ. μτβ.)
riavere (ρ. μτβ.)
riaversi (ρ.μ. (αντων.))
riavvampare (ρ.αμτβ.)
riavvertire (ρ. μτβ.)
riavvezzare (ρ. μτβ.)
riavvezzarsi (ρ. μ. αμτβ.)
riavvicinamento (ουσ αρσ )
riavvicinare (ρ. μτβ.)
riavvicinarsi (ρ.μ. (αντων.))
riavvilire (ρ. μτβ.)
riavvilirsi (ρ.μ. (αντων.))
riavvolgere (ρ. μτβ.)
riavvolgersi (ρ.μ. (αντων.))
riavvolgimento (ουσ αρσ )
riazzuffarsi (ρ. μ. αμτβ.)
ribaciare (ρ. μτβ.)
ribadimento (ουσ αρσ )
ribadire (ρ. μτβ.)
ribadirsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---