Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ribadìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [ribaˈdire]

1 καρφώνω
2 πριτσινώνω
3 επικυρώνω
4 επιβεβαιώνω
5 πιστοποιώ
6 προσμαρτυρώ
7 προσεπικυρώνω
8 στερεώνω
9 προσηλώνω

ribadirsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [ribaˈdirsi]

καρφώνεται κάτι στο μυαλό μου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ribadimento ribaditoio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

riavvolgersi (ρ.μ. (αντων.))
riavvolgimento (ουσ αρσ )
riazzuffarsi (ρ. μ. αμτβ.)
ribaciare (ρ. μτβ.)
ribadimento (ουσ αρσ )
ribadire (ρ. μτβ.)
ribadirsi (ρ.μ. (αντων.))
ribaditoio (ουσ αρσ )
ribaditrice (θηλ.ουσ)
ribaditura (θηλ.ουσ)
ribagnare (ρ. μτβ.)
ribagnarsi (ρ.μ. (αντων.))
ribalderia (θηλ.ουσ)
ribaldo (αρσ. επίθ και ουσ)
ribalta (θηλ.ουσ)
ribaltabile (αρσ. επίθ και ουσ)
ribaltamento (ουσ αρσ )
ribaltare (ρ.αμτβ.)
ribaltare (ρ. μτβ.)
ribaltarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---